-
1 фехтование
фехтование с η ξιφασκία, η ξιφομαχία; заниматься \фехтованием ασκούμαι στην ξιφασκία* * *сη ξιφασκία, η ξιφομαχίαзанима́ться фехтова́нием — ασκούμαι στην ξιφασκία
-
2 фехтовальныйние
фехтовальный||ниес ἡ ξιφασκία, ἡ ξιφομαχία:заниматься \фехтовальныйниением ἀσκοῦμαι στήν ξιφασκία (или στήν ξιφομαχία).
См. также в других словарях:
σπαθίζω — ΝΜΑ [σπάθη] (αμτβ.) ασκούμαι στην ξιφασκία (νεοελλ μσν.) (μτβ.) χτυπώ με σπαθί αρχ. 1. απλώνω κάτι με σπάτουλα 2. σπαταλώ, διασπαθίζω 3. μέσ. σπαθίζομαι συνηθίζω να αλείφομαι με αρωματικές ουσίες 4. παθ. καταστρέφομαι … Dictionary of Greek
σπολάζω — Ν [σπολάδα] ασκούμαι στην ξιφασκία φορώντας σπολάδα … Dictionary of Greek